ολμος

ολμος
    ὅλμος
    ὅ
    1) круглый камень, кругляк, вал(ик) Her.
    2) ступа, ступка Her., Plut.
    3) корыто, квашня Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ολμος" в других словарях:

  • Ὄλμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλμος — a round smooth stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅλμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅλμος — a round smooth stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλμος — Πυροβόλο με μήκος κατώτερο των δέκα διαμετρημάτων και βασικά χαρακτηριστικά τη χαμηλή αρχική ταχύτητα των βλημάτων του και τη μεγάλη καμπυλότητα της τροχιάς τους. Η βολή του ό. γίνεται με γωνίες ύψωσης ανώτερες των 45° και συνεπώς με μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • όλμος — ο πυροβόλο όπλο με κοντό σωλήνα και μεγάλη διάμετρο, αλλ. ολμοβόλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὦλμος — ὄλμος , ὄλμος a round smooth stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄλμοις — Ὄλμος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλμοις — ὄλμος a round smooth stone masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄλμον — Ὄλμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλμον — ὄλμος a round smooth stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»